- πλαγκτοσύνη
- πλαγκ-τοσύνη, ἡ, poet. for πλάνη,A roaming, Od.15.343, Nonn.D.2.692.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλαγκτοσύνη — roaming fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτοσύνη — ἡ, ΜΑ [πλαγκτός] (ποιητ. τ.) η περιπλάνηση … Dictionary of Greek
πλαγκτοσύνην — πλαγκτοσύνη roaming fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτοσύνης — πλαγκτοσύνη roaming fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)